- θετός
- -ή, -ό (ΑΜ θετός, -ή, -όν) [τίθημι]1. υιοθετημένος («θετός γιος», «θετή κόρη»)2. φρ. α) «θετός πατέρας» — αυτός που έχει υιοθετήσει κάποιονβ) «θετή μητέρα» — αυτή που έχει υιοθετήσει κάποιονμσν.το αρσ. ως ουσ. ο θετόςτο υιοθετημένο αγόριμσν.-αρχ.τοποθετημένος, τακτοποιημένοςαρχ.το ουδ. ως ουσ. τὸ θετόνο κεκρύφαλος, δικτυωτός κεφαλόδεσμος για τα γυναικεία μαλλιά.
Dictionary of Greek. 2013.