θετός

θετός
-ή, -ό (ΑΜ θετός, -ή, -όν) [τίθημι]
1. υιοθετημένος («θετός γιος», «θετή κόρη»)
2. φρ. α) «θετός πατέρας» — αυτός που έχει υιοθετήσει κάποιον
β) «θετή μητέρα» — αυτή που έχει υιοθετήσει κάποιον
μσν.
το αρσ. ως ουσ. ο θετός
το υιοθετημένο αγόρι
μσν.-αρχ.
τοποθετημένος, τακτοποιημένος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ θετόν
ο κεκρύφαλος, δικτυωτός κεφαλόδεσμος για τα γυναικεία μαλλιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θετός — placed masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θετός — ή, ό 1. τοποθετημένος, βαλμένος. 2. υιοθετημένος: Θετός γιος. – Θετή κόρη. 3. «θετοί γονείς», όχι φυσικοί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θετά — θετός placed neut nom/voc/acc pl θετά̱ , θετός placed fem nom/voc/acc dual θετά̱ , θετός placed fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θετόν — θετός placed masc acc sg θετός placed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θετοῖς — θετός placed masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θετοί — θετός placed masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θετοῦ — θετός placed masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θετούς — θετός placed masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θετῇ — θετός placed fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θετή — θετός placed fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”